2 Σεπ 2009

Ένα τραγούδι απ'τα παλιά (πάρτ θρι)

Βρε βρε βρε, πού το θυμήθηκα ε?


Ναι ναι, τραγούδια από το παρελθόν! Σαν αυτό κι αυτό! Διότι μπορεί να πηγαίνουμε μπροστά, μερικά τραγούδια όμως πάααντα μας ταξιδεύουν για λίγο πίσω..πολύ πίσω..στα χρόνια εκείνα που μόλις τελειώναμε το σχολείο..


Σάββατο βράδυ, γύρω στις 13 Ιουλίου, έτους 1998, 1999, δε θυμάμαι ακριβώς.. Δεν έχει ίσως και μεγάλη σημασία για την ιστορία μας..
Έχει γενέθλια ο φίλος μου ο Σ. ο οποίος ήταν εδώ και καιρό τσιμπημένος με την φιλενάδα μου τη Μ. Νέος στην "πόλη" εκείνος, δεν είχε κάνει ακόμη πολλούς φίλους..εμείς κι εμείς λοιπόν, μαζευτήκαμε σπίτι του εκείνο το υπέροχο καλοκαιρινό βράδυ του Ιουλίου..
Θυμάμαι είχαμε καθήσει στην υπέροχη βεράντα του, και τα λέγαμε..Πίναμε κανένα αναψυκτικό, καμιά μπυρίτσα οι άντρες της παρέας, και χαζολογούσαμε..όλη η χαζοπαρέα..εγώ, η Μ., ο Σ., ο κολλητούλης μου ο Α., ο Μιχαλάκης και μερικοί ακόμα που δε θυμάμαι, 6-8 άτομα είμασταν όλοι κι όλοι!Συζητάγαμε για το σχολείο, για τα όνειρά μας για το μέλλον..τα πλάνα μας για το καλοκαίρι, τις ανησυχίες μας, τα φροντιστήρια..κουτσομπολεύαμε τους συμμαθητές μας..


Την κουβέντα μας διακόπτει το κουδούνι της πόρτας..Ο οικοδεσπότης τρέχει να ανοίξει, ενώ η μυρωδιά της πίτσας δεν αργεί να μας κάνει όλους να πεταχτούμε από τα καθίσματά μας και να κατευθυνθούμε τρέχοντας προς την κουζίνα. Ένας πιάνει τα πιατάκια, άλλος τις χαρτοπετσέτες, οι πιο τυχεροί τα κουτιά με τις πίτσες. Το τραπέζι της βεράντας σύντομα γεμίζει με τις διαφόρων ειδών πιτσούλες. Σπέσιαλ, για τους απαιτητικούς, Μαργαρίτα, για τους πιο περίεργους, και καμιά δυό ζαμπόν τυρί για τους..αλλεργικούς σε πιπεριές και μανιτάρια. Πού θα φάμε τόσες πίτσες 8 άτομα? Τι λέτε καλέ, έχετε δει πώς τρώνε τα αγοράκια σε αυτή την ηλικία?

Οι πιτσούλες γρήγορα εξαφανίζονται. Με σχόλια και διαγωνισμούς του στυλ "ποιός μπορεί να φάει περισσότερο", τα κουτιά αδειάζουν και ξαναβρίσκουν το δρόμο τους για την κουζίνα, αυτή τη φορά για τον κάδο των απορριμάτων. Η νύχτα έχει πέσει.. Οι γονείς του Σ. λείπουν, οπότε αράζουμε και πάλι στη βεραντούλα, σβήνουμε τα φώτα, βάζουμε μουσικούλα να παίζει και απολαμβάνουμε τη βραδιά..Μία πανσέληνος που σου έκοβε την ανάσα αρχίζει να ξεπροβάλλει πίσω από το βουνό..Φωτίζει τα πάντα, και κάνει τα βλέμματα να μαγνητίζουν..
Ο Σ. κοιτάζει τη Μ., η οποία με τη σειρά της σκέφτεται τον Δ.!Γιατί πάντα να συμβαίνει αυτό? Να θέλεις κάποιον που θέλει κάποιον άλλο? Να σε θέλει κάποιος, αλλά εσύ να θέλεις κάποιον άλλο?..

Κάνω να σηκωθώ,να φέρω λίγο νερό από την κουζίνα. Ο Σ. με ακολουθεί με τρόπο στην κουζίνα. "Ρε Τ., τι λες, έχω καμιά ελπίδα?" με ρωτάει.. "Τι να σου πω βρε Σ. μου, αφού την ξέρεις, είναι κολλημένη με τον Δ.! " του απαντάω εγώ για πολλοστή φορά. Εκείνος δεν το βάζει κάτω. "Να σου πω, το CD με τα μπλουζ που σου είπα το έχεις φέρει μαζί?" με ρωτάει. "Τις <Χρυσές Μπαλάντες> λες? Ναι ναι, τις έχω φέρει, στην τσάντα μου είναι!" του απαντάω εγώ. "Λοιπόν, πήγαινε φέρ'το και βάλτο να παίζει..θα της ζητήσω να χορέψουμε!" μου λέει όλο ελπίδα.

Θα τις θυμάστε τις Χρυσές Μπαλάντες..απαραίτητο αξεσουάρ κάθε πάρτυ της εποχής που σεβόταν τον εαυτό του. Ξεκίνησαν από τις Χρυσές Μπαλάντες "1", μετά ακολούθησαν οι 2, 3, 4...ούτε που ξέρω μέχρι ποιά έκδοση έφτασαν..Μεγάλωσα βλέπετε, και οι Χρυσές Μπαλάντες έμειναν σε κάποιο ράφι, μαζεύοντας σκόνη..

(Για την ιστορία, και μιας και κατάφερα να εντοπίσω το CD στο ίντερνετ μετά από πολύ ψάξιμο, είδα ότι έχει φτάσει στο Νο.14..πέρασαν χρόνια από τότε,ε?)


Πάω λοιπόν κι εγώ στην τσάντα μου, βγάζω το διπλό CD, και βάζω μέσα το προσωπικά αγαπημένο μου δεύτερο CD...Πατάω και το "Shuffle",να έχει βρε παιδί μου και λίγο σασπένς η υπόθεση, να μην ξέρουμε ποιό τραγούδι ακολουθεί μετά. Έπειτα επιστρέφω στην παρέα, που εκείνη την ώρα συζητάει για το άλλο διαχρονικά αγαπημένο θέμα, το ποδόσφαιρο. Τα κορίτσια της παρέας ψιλοβαριούνται, χαζεύουν τα αστέρια..ελπίζουν ότι θα δουν και κανένα να πέφτει, να κρεμάσουν πάνω του μια ευχή, μήπως κι αυτή βγει αληθινή. Πάω και κάθομαι δίπλα στη Μ., της οποίας η σκέψη προφανώς ταξιδεύει μακριά από αυτό το όμορφο μπαλκονάκι. Ο Α., με το που ακούει τις πρώτες νότες που έβγαιναν από το στερεοφωνικό του Σ., σχολιάζει δυνατά.."Ωωω.. ρε Τ. τίποτα άλλο δεν μπορούσες να βάλεις? Θα μας πάρει ο ύπνος!". "Άντε ρε κοίτα τη δουλειά σου,μούργο!" του απαντάω εγώ. Ο Σ. μου χαμογελάει και μου κλείνει το μάτι. Εντάξει, δεν καρφώθηκε..Όλοι νόμιζαν ότι το CD το είχα βάλει εγώ, κι έτσι το "μυστικό του αίσθημα" μπορούσε ακόμη να παραμείνει μυστικό..


Το CD παίζει..και παίζει..Αλλά κανείς δε λέει να χορέψει! Κλασσική "ασφαλής" λύση? Οι φίλοι μας! Ο Σ. μου ζητάει να χορέψουμε, και παροτρύνει και τους υπόλοιπους να σηκωθούν να χορέψουν..Αυτή ήταν κλασσικά η μέθοδος που ακολουθούσες αν ήσουν οικοδεσπότης, είχες την άνεση να σηκώσεις κόσμο να χορέψει, και κατάφερνες τελικά να φτάσεις στην αγκαλιά του/της εκλεκτού/εκλεκτής της καρδιάς σου..

Το παράδειγμά μας ακολουθούν και μερικοί ακόμη της παρέας..και η "πίστα" γεμίζει από φιλαράκια που χορεύουν, πιασμένα από τη μέση..αντί για "ηλεκτρισμό", η ατμόσφαιρα χαρακτηρίζεται από μουρμουρητά, κουβεντούλες, σχόλια..οτιδήποτε μπορεί να σκαρφιστεί καθένας για να περάσει το 4άλεπτο που κρατούσε συνήθως ένα τραγουδάκι, και να επιστρέψει στην καρέκλα του..


Το τραγούδι τελειώνει..Επιστρέφουμε στη βεράντα, και ο Σ. βάζει τα δυνατά του για να ζητήσει από τη Μ. να χορέψουν τον επόμενο χορό."M. θέλεις να χορέψουμε?".. Κάνω να καθήσω κι εγώ στην καρέκλα, και πριν προλάβω να καθήσω, ο Α. σηκώνεται και μου κάνει νόημα να κατευθυνθώ και πάλι προς την πίστα. "Μπήκε στο νόημα", σκέφτομαι κι εγώ και τον ακολουθώ..

Οι πρώτες νότες ξεκινούν..




Το φεγγάρι αντανακλάται τώρα στο μαρμάρινο πάτωμα του σαλονιού, και φωτίζει με ένα γλυκό χρώμα τα πρόσωπά μας. Το αεράκι μας χαϊδεύει γλυκά, και η μελωδική φωνή του John Michael Montgomery μας βάζει στο κλίμα. Ο Α. με πιάνει από τη μέση. Εγώ από τους ώμους. Συνηθισμένοι σε αυτά τα τόσο γλυκά μπλουζ, πιάνουμε την κουβεντούλα. Κάθε φορά που ο Σ. κοιτάει προς το μέρος μας, του κλείνω το μάτι. "Για λέγε, τί παίζει με αυτούς?" με ρωτάει ο Α. και μου δείχνει τη Μ. και τον Σ. που χορεύουν δίπλα μας! Εγώ έκανα το βλάκα - συμφωνία με τον Σ. να μην πω τίποτα σε κανέναν! "Έλα που μου κάνεις εμένα την πάπια! Αλλού αυτά, εγώ σε ξέρω καλά!" μου απαντάει ο Α. Όντως, με ξέρει..Κολλητοί τόσα χρόνια, έχει μάθει να διαβάζει την αλήθεια και το ψέμα στο βλέμμα αλλά και τη φωνή μου! "Βρε, κοίτα τη δουλειά σου!" του λέω εγώ και τον κόβω. Σφίγγει τα χέρια του γύρω από τη μέση μου λίγο περισσότερο. Αναπνέει αργά δίπλα στο λαιμό μου..Αχ, τι ωραία που μυρίζει το άρωμά του..και αυτή η μπλούζα που φοράει, "εμφάνιση" ή πώς την λέει από κάποια ποδοσφαιρική ομάδα, έχει τόσο ωραία αίσθηση.. Δε μιλάμε..Σιωπή..Περίεργη σιωπή..


Ηλεκτρισμός είναι αυτό που διακρίνω στην ατμόσφαιρα? Ή είναι ιδέα μου?..


"
I see the questions in your eyes
I know what's weighing on your mind
But you can be sure I know my part..
"


Λίγο προτού το τραγούδι τελειώσει, η σιωπή πρέπει να σπάσει! Η λογική δίνει τη θέση της σε..σε τί αλήθεια? Σκίρτημα ήταν αυτό που ένιωσα? Μα για τον Α.? Αν είναι δυνατόν!.. "Πάντως, να πεις του φίλου σου ότι δεν έχει καμιά ελπίδα με την Μ. !" μου λέει και καθώς γυρίζω να κοιτάξω το άλλο ζευγάρι που χορεύει δίπλα μας, τα βλέμματά μας συναντιούνται.. ξανά σιωπή..του χαμογελάω.. "Άντε ρε!" του λέω, και του δίνω μια φιλική φάπα..


Το τραγούδι τελειώνει..επιστρέφουμε στην βεράντα, και η βραδιά συνεχίζεται σαν να μη συνέβη τίποτα..Μα, συνέβη άραγε κάτι? Μου φάνηκε? Λες? Μπα..
Ο Α. γυρνάει στην αντροπαρέα, και αρχίζει να σχολιάζει δυνατά "άντε, θα βάλετε κανένα λαϊκό να ξυπνήσουμε?"..

Μετά από εκείνο το πάρτυ, ακολούθησαν κι άλλα μπλουζ, πολλά! Πάντα με αστεία, με πειράγματα, σε φιλική πάντα διάθεση!
Εκείνος ο χορός, όμως, κάτι είχε αλλάξει..

Δεν υπάρχουν σχόλια: